- ταυτώνυμος
- ος , ον одноимённый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ταυτώνυμος — η, ο / ταὐτώνυμος, ον, ΝΜΑ 1. ομώνυμος 2. συνώνυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταυτ(ο) * + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. τού ὄνομα*), πρβλ. ομ ώνυμος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
ταὐτωνύμων — ταὐτώνυμος of the same name masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταὐτώνυμα — ταὐτώνυμος of the same name neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομώνυμος — η, ο (ΑΜ ὁμώνυμος, ον) αυτός που έχει την ίδια ονομασία με κάποιον άλλο, συνώνυμος, ταυτώνυμος, συνονόματος («ὁ μὲν γὰρ πάππος τε καὶ ὁμώνυμος ἐμοί», Πλάτ.) νεοελλ. φρ. α) «ομώνυμες λέξεις» οι λέξεις που προφέρονται με τον ίδιο τρόπο, αλλά έχουν… … Dictionary of Greek
ταυτ(ο)- — / ταὐτ(ο) , ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στον τ. ταὐτό(ν) «εντελώς το ίδιο» και δηλώνει ταυτότητα, απόλυτη ομοιότητα, ταύτιση (πρβλ. ταυτο βουλία, ταυτ ώνυμος), ισότητα (πρβλ. ταὐτο σθενής, ταὐτο συλλαβῶ) ή … Dictionary of Greek
ταυτωνυμία — η / ταὐτωνυμία, ΝΜ [ταὐτώνυμος] 1. ομωνυμία 2. συνωνυμία … Dictionary of Greek
όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… … Dictionary of Greek
ՆՈՅՆԱՆՈՒՆ — ( ) NBH 2 0440 Chronological Sequence: Early classical ա. ταυτώνυμος idem nomen habens. Համանուն. անուանակից. *Եղբայր նորա նոյնանուն էր. Ոսկ. մտթ. ի ճ. որ ʼի բուն մեկնութեան գրի. *Եղբօրն նորա նոյն անուն էրʼʼ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)